- επικαχλάζω
- ἐπικαχλάζω (Α)1. (για το κύμα) χτυπώ με θόρυβο πάνω σε κάτι («κῡμα πέτραις ἐπικαχλάζεσκεν», Απολλ. Ρόδ.)2. παθ. ἐπικαχλάζομαι(κατά τον Ησύχ.) «ἐπικαχλάζεταιδιακινεῑται».[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καχλάζω «κάνω θόρυβο, κοχλάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.